- φιλογύνης
- ο, ΝΑαυτός που τού αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες, λάτρης τού γυναικείου φύλου, γυναικάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γύνης (για τη μορφή τού β' συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο-γύνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογύνης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογύναι — φιλογύνης masc nom/voc pl φιλογύνᾱͅ , φιλογύνης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογύναικες — φιλογύνης masc/fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογύνην — φιλογύνης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογύνου — φιλογύνης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογύνας — φιλογύνᾱς , φιλογύνης masc acc pl φιλογύνᾱς , φιλογύνης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EURIPIDES — I. EURIPIDES insignis Poeta Tragicus, natus Salamine eo die, quo numerosus ille Xerxis exercitus ab Atheniensibus fusus est. Alii Phlyâ, Atticae vico, oriundum, dicunt. Floruit tempore Archelai Macedonum Regis, a quo etiam summo in honore est… … Hofmann J. Lexicon universale
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναικοφίλης — γυναικοφίλης, ο (Α) αυτός που αγαπάει τις γυναίκες, ο φιλογύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + φίλης < φίλος, με συσχετισμό προς το φιλώ (πρβλ. παιδοφίλης, πορνοφίλης)] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek